- ἐκτρίψαι
- ἐκτρί̱ψαῑ , ἐκτρίβωrub outaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκτρῖψαι — ἐκτρίβω rub out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek
κατεύχομαι — (Α) 1. εύχομαι θερμά, κάνω ευχή ή προσευχή, προσεύχομαι (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», Ηρόδ. β. «ἐλθεῑν δ Ὀρέστην δεῡρο σὺν τύχη τινί κατεύχομαί σοι», Αισχύλ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω («καί μ ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα... κατεύξατο... τὰν… … Dictionary of Greek